αδιαμοίραστος

αδιαμοίραστος
ος , ον целый, нетронутый; нераспределённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αδιαμοίραστος" в других словарях:

  • αδιαμοίραστος — η, ο [διαμοιράζω] αυτός που δεν διαμοιράστηκε, αμοίραστος, αδιανέμητος, αδιαίρετος …   Dictionary of Greek

  • αδιαμοίραστος — η, ο αμοίραστος, ακέριος: Από την πατρική περιουσία έμεινε αδιαμοίραστο μονάχα το ελαιοτριβείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιανέμητος — η, ο (Α ἀδιανέμητος, ον) [διανέμω] αυτός που δεν διανεμήθηκε ή δεν μπορεί να διανεμηθεί, ακατανέμητος, αδιαίρετος, αδιαμοίραστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»